- ἐμπλέκτης
- ἐμπλέκ-της, ου, ὁ,A one who plaits hair, Gloss.:—fem. [suff] ἐμπλέκ-τρια, ib., EM528.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπλέκτης — ἐμπλέκτης, ο (θηλ. ἐμπλέκτρια, η) (AM) ο κομμωτής … Dictionary of Greek